Saturday, December 31, 2011

Aντίστροφη μέτρηση για το νέο έτος

Για μια ακόμη φορά η ανθρωπότητα θα μετρήσει αντίστροφα το βράδυ για να υποδεχτεί το 2012, όμως για τους επιστήμονες έχει αρχίσει ήδη να μετράει αντίστροφα η ίδια η μέθοδος που μετράμε τον χρόνο.

Aντίστροφη μέτρηση για το νέο έτος
Πολλοί πια ζητούν επιτακτικά αλλαγές, οι οποίες, μεταξύ άλλων, θα σταματήσουν τα περιοδικά προβλήματα στο σύστημα GPS και στα ρολόγια των χρηματιστηριακών αγορών. Όμως κάτι τέτοιο θα σημάνει οριστικά το τέλος της ώρας Γκρίνουιτς, όπως την ξέρουμε τόσα χρόνια.
Για πολλά χρόνια οι άνθρωποι είχαν συμφωνήσει να μετράνε τον χρόνο με σημείο αναφοράς την ώρα Γκρίνουιτς ή GMT (Greenwich Mean Time), δηλαδή την "ώρα μηδέν" του πρώτου μεσημβρινού της Γης, η νοητή γραμμή του οποίου περνάει από το αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς, στα περίχωρα της βρετανικής πρωτεύουσας. Η ώρα έγινε το παγκόσμιο "στάνταρντ" μετά από διεθνή συμφωνία στην Ουάσιγκτον το 1884, παρά τις τότε αντιρρήσεις της Γαλλίας, που έκανε προπαγάνδα υπέρ του "δικού της" χρόνου, με τον μεσημβρινό "μηδέν" να περνάει από -πού αλλού;- το Παρίσι.
Στην πορεία όμως, το 1972, η ώρα GMT αντικαταστάθηκε από την ώρα UTC (Universal Coordinated Time), δηλαδή από τον λεγόμενο "Συγχρονισμένο Παγκόσμιο Χρόνο", που βασίζεται στον μέσο όρο από τις μετρήσεις περίπου 400 ατομικών ρολογιών σε διάφορα εργαστήρια στον κόσμο. Τα ατομικά ρολόγια είναι πολύ πιο ακριβή, επειδή μετρούν την ώρα με βάση τη ραδιενεργή αποσύνθεση (διάσπαση) των σωματιδίων ενός ατόμου.
Όμως ακόμα και αυτός ο πιο ακριβής χρόνος δεν είναι τέλειος και δεν είναι ταυτόσημος με τον "πραγματικό" αστρονομικό χρόνο, που καθορίζεται από την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας ανάλογα με την περιστροφή της Γης γύρω από τον εαυτό της και με την περιφορά της γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της επιβράδυνσης της περιστροφής του πλανήτη μας γύρω από τον άξονά του (δηλαδή η Γη δεν χρειάζεται τον ίδιο ακριβώς χρόνο για να κάνει μια πλήρη περιστροφή), κατά τακτά χρονικά διαστήματα πρέπει να προστίθενται στην ώρα τα λεγόμενα "διορθωτικά" δευτερόλεπτα (leap seconds), ώστε ο χρόνος UTC να "συμβαδίζει" με την πραγματική περιστροφή της Γης και με τον "πραγματικό" χρόνο που καθορίζει ο Ήλιος.
Αυτά τα έξτρα δευτερόλεπτα όμως, που προστίθενται περίπου ένα ανά ενάμιση χρόνο, συνήθως τα μεσάνυχτα στο τέλος Ιουνίου ή Δεκεμβρίου (ακόμα και τα ατομικά ρολόγια εκείνες τις στιγμές ακινητοποιούνται για ένα δευτερόλεπτο προκειμένου να προστεθεί ο έξτρα χρόνος), προκαλούν σοβαρά προβλήματα αποσυντονισμού στα συστήματα GPS και στα ρολόγια των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών αγορών. Γι' αυτό οι ειδικοί του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων και Σταθμών, με έδρα το Παρίσι, ζητούν επειγόντως να καταργηθεί ο τωρινός τρόπος μέτρησης του γήινου χρόνου.
Όπως δήλωσε η επικεφαλής του Τμήματος Χρόνου του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων και Σταθμών Ελίζα Φελίσιτας Αρίας, ακόμα και τα παραμικρά τεχνητά χρονικά άλματα, όπως αυτά που συνεπάγονται τα "διορθωτικά" δευτερόλεπτα, αποσυντονίζουν το παγκόσμιο σύστημα δορυφορικής πλοήγησης GPS και, κατ' επέκταση, όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα των οποίων τα ρολόγια εξαρτώνται από το GPS και τα οποία χρειάζονται μια συνεχή ροή του χρόνου και όχι... πηδηματάκια.
Οι μικρές αποκλίσεις του χρόνου μεταξύ του συστήματος UCT και του GPS μπορούν π.χ. να αποβούν μοιραίες σε ένα αεροπλάνο που προσγειώνεται. Οι απειροελάχιστες διαφορές της ώρας ανάμεσα σε δύο χρηματιστήρια σε διαφορετικά ημισφαίρια, μπορούν να προκαλέσουν κέρδη ή ζημιές εκατομμυρίων. Το κακό είναι ότι τα "διορθωτικά" δευτερόλεπτα δεν είναι εφικτό να προγραμματισθούν εκ των προτέρων στο λογισμικό των διαφόρων συστημάτων, επειδή η επίσημη ανακοίνωση για το πότε αυτά θα προστεθούν στον χρόνο, γίνεται με προειδοποίηση μόλις έξι μηνών.
Τον Ιανουάριο του 2012 θα συνέλθει στη Γενεύη η παγκόσμια σύνοδος της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών, η οποία θα ασχοληθεί σοβαρά με το ζήτημα, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, το "Nature" και τη βρετανική "Ντέιλι Μέιλ". Οι επιστήμονες θα ξιφουλκήσουν κατά πόσο πρέπει να συνεχίσουν να προσθέτουν "διορθωτικά" δευτερόλεπτα ή να αφήσουν τον πραγματικό-αστρονομικό χρόνο να αποκλίνει από τον ατομικό-ηλεκτρονικό και να υιοθετήσουν πλήρως τον τελευταίο χωρίς περιοδικές διορθώσεις. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι οι δύο χρόνοι (αστρονομικός και ατομικός) θα αποκλίνουν περίπου ένα λεπτό κάθε 60 έως 90 χρόνια, οπότε πιθανώς θα πρέπει να προστίθενται "διορθωτικά" λεπτά πλέον -και όχι δευτερόλεπτα- μία έως δύο φορές κάθε αιώνα.
Η Βρετανία, η "πατρίδα" της ώρας Γκρίνουιτς, δεν θέλει να καταργηθεί το τωρινό σύστημα, που αποτελεί βικτωριανό κατάλοιπο, επειδή η ώρα UTC στην ουσία είναι η ώρα GMT με άλλη ονομασία. Το γεγονός ότι η ιδέα για την οριστική κατάργηση του χρόνου GMT-UTC προωθείται από τη Γαλλία, ερεθίζει ακόμα περισσότερο τη βρετανική περηφάνια. Όπως δήλωσε επισήμως η βρετανική κυβέρνηση, «η θέση της Βρετανίας είναι ότι θα πρέπει να μην αποκλίνουμε από τον πραγματικό χρόνο, όπως αυτός βιώνεται από τους ανθρώπους, και ο οποίος βασίζεται στην περιφορά της Γης και όχι στα ατομικά ρολόγια. Χωρίς διορθωτικά δευτερόλεπτα, θα χάσουμε επαφή με την πραγματικότητα της περιφοράς της Γης γύρω από τον άξονά της. Τελικά τα μεσάνυχτά μας θα συμβαίνουν το μεσημέρι».
Την ίδια με τη Βρετανία θέση φέρονται να έχουν επίσης ο Καναδάς, η Κίνα και μερικές ακόμα χώρες, οπότε παραμένει αβέβαιο τι θα αποφασιστεί τελικά στη Γενεύη. Η κινεζική θέση πηγάζει από "φιλοσοφικούς" λόγους, καθώς οι κινέζοι επιστήμονες δεν θέλουν να σπάσουν την μακρόχρονη παράδοση της πατρίδας τους, που μετρούσε τον χρόνο με βάση τα αστρονομικά δεδομένα.
Πάντως τόσο το νέο ευρωπαϊκό GPS, το σύστημα Galileo, όσο και το αντίστοιχο νέο κινεζικό σύστημα δορυφορικής πλοήγησης BeiDou, έχουν ήδη "ψηφίσει", καθώς διαθέτουν τα δικά τους εσωτερικά ρολόγια ακριβείας, τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη τα έξτρα δευτερόλεπτα. Το Σεπτέμβριο φέτος, εξάλλου, η Google ανακοίνωσε μια εναλλακτική λύση: αντί να προσθέτει απότομα το "διορθωτικό" δευτερόλεπτο, θα προγραμματίσει τα λειτουργικά συστήματά της να το "απορροφούν" σταδιακά, προσθέτοντας σιγά-σιγά κλάσματα του δευτερολέπτου στη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου.

Wednesday, December 28, 2011

Το εθιμικό ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς




H πρώτη εθιμική κίνηση που γίνεται με τον ερχομό κάθε καινούργιου χρόνου ονομάζεται στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, «ποδαρικό» (first foot, πρώτο βήμα, όπως λέγεται στη Μεγάλη Βρετανία). Πρόκειται, όπως γνωρίζουμε, για την πρώτη είσοδο, το πρώτο βήμα ενός επισκέπτη, συγγενικού ή φιλικού προσώπου (μικρής ή μεγάλης ηλικίας), στο σπίτι μιας οικογένειας τα ξημερώματα ή το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Το πρόσωπο αυτό έρχεται στο σπίτι για να φέρει το μήνυμα της αλλαγής του χρόνου, την καλή τύχη και την ευτυχία για όλη τη διάρκεια της νέας χρονιάς.
Επειδή όμως η πρώτη αυτή επίσκεψη μπορεί να φέρει και αντίθετο αποτέλεσμα, γι’ αυτό πιστεύεται ότι αυτός που θα μπει πρώτος στο σπίτι για να κάνει «ποδαρικό» πρέπει να είναι καλόκαρδος και καλότυχος. Αν μάλιστα τύχει να είναι και μικρό παιδί, αυτό θεωρείται πιο καλός οιωνός γιατί, κατά τη λαϊκή αντίληψη, ένα παιδί χαρακτηρίζεται με τα στοιχεία της αθωότητας, της ειλικρίνειας και της άδολης συμπεριφοράς.
Στην Ελλάδα η συνήθεια αυτή εξακολουθεί να γίνεται κάθε χρόνο. Ετσι οι περισσότερες οικογένειες φροντίζουν να δέχονται το «ποδαρικό» από συγγενικό συνήθως πρόσωπο ή ακόμη από το μικρότερο παιδί τους, το οποίο θα βγει έξω από το σπίτι λίγο προτού τελειώσει ο παλαιός χρόνος και θα ξαναμπεί με τον ερχομό του νέου. Μάλιστα πιστεύεται ότι το «πρώτο βήμα» πρέπει να γίνει με το δεξί πόδι, για να φέρει ευτυχία, να έρθουν όλα «δεξιά», καθώς η δεξιά πλευρά (χέρι, πόδι, εν προκειμένω) ήδη από ένα μακρό παρελθόν θεωρήθηκε αίσια και, αντιθέτως, απαίσια η αριστερή (πρβλ. sinister: αριστερή, αλλά και ολέθριος).
Παραδοσιακή συνήθεια
Σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας το «ποδαρικό» το κάνει ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος. Ετσι, όπως αναφέρει ο Γεώργιος Μέγας, το ποδαρικό στην Αμοργό γινόταν από έναν άνθρωπο του σπιτιού καθώς γύριζε από την εκκλησία με ένα εικονισματάκι στο χέρι. Εμπαινε δύο βήματα μέσα και έλεγε: «Μέσα καλό!». Γύριζε δύο-τρία βήματα πίσω και ξανάλεγε: «Κι όξω κακό!». Αυτό το έκανε τρεις φορές. Τελειώνοντας επαναλάμβανε τις λέξεις «μέσα καλό» και έριχνε ένα ρόδι να σπάσει μέσα στο σπίτι. Επειτα όλη η οικογένεια έτρωγε μια δαχτυλιά μέλι, «για να ‘ναι γλυκιά η ζωή όλο τον χρόνο». Στην Κάρπαθο τα παλαιότερα χρόνια έβαζαν πρωί πρωί στο σπίτι «για το καλό» έναν άσπρο σκύλο και του έδιναν να φάει μπακλαβά. Αυτό το έκαναν «για να σκυλιάσει» το σπίτι και να θεριέψουν οι άνθρωποί του.
Αν πάλι η οικογένεια είναι άτεκνη ή τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν βρίσκονται στο σπίτι, τότε προτιμάται ένα παιδί από το φιλικό ή γειτονικό περιβάλλον. Σε όλες τις περιπτώσεις ωστόσο το πρόσωπο που θα κάνει το ποδαρικό θα λάβει χρηματικό δώρο, το οποίο είναι ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως γνωρίζουμε από τη λαογραφική βιβλιογραφία, το ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς εξακολουθεί επίσης ως σήμερα να είναι σε χρήση. Είναι γνωστό με διάφορα ονόματα και αυτός που το κάνει εμφανίζεται σαν ένα πρόσωπο σημαντικό. Ο σκοπός είναι πάντα να «φέρει» τον καινούργιο χρόνο στο σπίτι και την καλή τύχη στην οικογένεια.
Τι γίνεται στην Αγγλία
Ετσι συμβαίνει, για να παραθέσω δύο παραδείγματα, στη Βόρεια Αγγλία και στη Σκωτία, όπως αναφέρει η αγγλίδα λαογράφος Christina Hole. Αυτός που κάνει ποδαρικό τις πρώτες ώρες της Πρωτοχρονιάς έρχεται όσο σύντομα γίνεται, αφού περάσουν τα μεσάνυχτα. Φέρνει συμβολικά δώρα, όπως τρόφιμα, καύσιμα, χρήματα, τα οποία θεωρούνται προληπτικά τεκμήρια ευημερίας για τον χρόνο που αρχίζει. Αλλοτε πάλι φέρνει μαζί του ένα κλαδί από αειθαλές δέντρο, το οποίο βέβαια επίσης έχει συμβολική σημασία και θεωρείται υπόσχεση διαρκούς γερής ζωής. Τίποτε εξάλλου δεν πρέπει να βγαίνει έξω από το σπίτι προτού έρθει ο πρωτοχρονιάτικος επισκέπτης και κανένα μέλος της οικογένειας δεν πάει πουθενά αν δεν έρθει πρώτα εκείνος. Ο επισκέπτης θα χαιρετήσει όλους τους παρευρισκομένους και κατόπιν καλωσορίζεται και ο ίδιος. Στη συνέχεια αφήνει ένα κάρβουνο για το άναμμα φωτιάς.
Ο Lawrence Whistler περιγράφει στο βιβλίο του English Festivals μια χαρακτηριστική σχετική τελετή, κατά την οποία αυτός που έκανε το ποδαρικό μετέφερε ένα κλαδί από αειθαλές δέντρο στο ένα χέρι και ένα βλασταράκι στο άλλο. Εμπαινε στο σπίτι σιωπηλός, διέσχιζε το δωμάτιο ως το τζάκι και εκεί άπλωνε το κλαδί του δέντρου στις φλόγες και έβαζε το βλασταράκι στο ράφι του σπιτιού. Κανένας δεν μιλούσε ώσπου να μιλήσει αυτός πρώτος, και μόνο όταν ευχόταν στην οικογένεια «Happy New Year» έσπαζε η σιωπή.
Το ποδαρικό στην Αγγλία δεν επιτρέπεται να γίνει από γυναίκα, υπογραμμίζει η Hole. Αν συμβεί αυτό, τότε θα προκληθεί καταστροφή στην οικογένεια που τη δέχθηκε σπίτι της. Το ποδαρικό, σύμφωνα με την (μάλλον ανδροκρατική…) αντίληψη των Αγγλων, πρέπει να γίνεται από δυνατό, υγιή και όμορφο άνδρα.
Μια διαχρονική δοξασία
Στη σημερινή τεχνολογική εποχή μας ένα είδος ποδαρικού θεωρείται και το πρώτο (συνήθως ευχετικό) τηλεφώνημα της χρονιάς που θα δεχθεί η οικογένεια ή τα τελευταία χρόνια και το πρώτο μήνυμα που θα γραφεί στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου. Αυτός άλλωστε είναι ένας νέος ευχετικός τρόπος των νεοελλήνων, με αποτέλεσμα η τηλεφωνική επικοινωνία να μην είναι και τόσο εύκολη την Πρωτοχρονιά εξαιτίας των πολλαπλών κλήσεων.
Το έθιμο έχει επίσης τη δική του λειτουργικότητα στους δημοσιογράφους, οι οποίοι δεν ξεχνούν να πλαισιώνουν τα διάφορα ρεπορτάζ και τις περιγραφές τους με στοιχεία από την εθιμική ζωή και παράδοση. Αυτό βέβαια συμβαίνει όλον τον χρόνο και όχι μόνο την Πρωτοχρονιά. Ετσι, για να δώσω δύο παραδείγματα από τον αθηναϊκό και επαρχιακό Τύπο, σημειώνω το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα» (31 Δεκεμβρίου 2001) με κεντρικό οκτάστηλο τίτλο «Ευρω-ποδαρικό με νεωτερικότητα και μεγάλες προσδοκίες» το οποίο αναφερόταν βέβαια στο ξεκίνημα των συναλλαγών με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ. Πολύ έξυπνος και πρωτότυπος τίτλος για ευτυχία στον νέο χρόνο (1η Ιανουαρίου 2002) και μάλιστα με νέο νόμισμα. Το δεύτερο παράδειγμα το αντλώ από τη «Ροδιακή» (καθημερινή εφημερίδα της Ρόδου), η οποία στις 3 Ιανουαρίου 2003 αναφερόμενη στα «Ποδαρικά του 2003» (σελ. 11) έγραψε ότι αγόρι ήταν το πρώτο παιδί του νέου χρόνου που γεννήθηκε στη Ρόδο, πρώτο έφθασε στο τοπικό αεροδρόμιο αεροπλάνο της εταιρείας Aegean και πρώτο στο λιμάνι του νησιού το ημερόπλοιο «Πανορμίτης».
Τι είναι όμως αυτή η εθιμική συνήθεια και από πού κατάγεται; Πρόκειται ασφαλώς για μια δοξασία, σύμφωνα με την οποία ό,τι συμβαίνει στην έναρξη μιας νέας χρονικής περιόδου θα επηρεάσει και την όλη έκβασή της (άσχετη δεν είναι και η παροιμία πως «η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται»). H χρονική περίοδος μπορεί να είναι και ένας μήνας (συναφώς η ευχή την πρώτη του μήνα «καλό μήνα»), μία εβδομάδα ή όποια άλλη.
Τεκμήριο της παλαιότητας της δοξασίας αυτής παρέχει η Παλαιά Διαθήκη, σε συσχετισμό με το «τυχερό» πόδι. Συγκεκριμένα στο βιβλίο της Γένεσης (30, 30) αναφέρεται επί λέξει: «Μικρά γαρ ην όσα σοι ην εναντίον εμού, και ηυξήθη εις πλήθος, και ηυλόγησέ σε Κύριος επί τω ποδί μου». Στο καλό ποδαρικό πίστευαν λοιπόν και οι Εβραίοι, ενώ την ίδια δοξασία είχαν και οι Ρωμαίοι, όπως αναφέρει ο Κοραής (Ατακτα, α’, σελ. 118).
H δοξασία επιβίωσε και στα βυζαντινά χρόνια, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, και έφθασε αλώβητη ως την εποχή μας, όπου πολλοί δεν παραλείπουν να την εφαρμόζουν.  εφ. Το Βήμα

Η ιστορία της λέξης Ιανουάριος


Ο πρώτος μήνας του έτους, πήρε το όνομα του από το θεό Ιανό > Januarius (: Ιανουάριος). Ο θεός Ιανός ήταν αυτόχθων θεός της Ιταλίας. Απεικονιζόταν συχνά με δύο πρόσωπα και αποκαλείτο Janus bifrons, δηλαδή διπρόσωπος Ιανός. Δεν απαντάται σε καμία άλλη θρησκεία. Διδάχθηκε από τον Κρόνο τη γεωργία, τη ναυπηγική και τη χάραξη των νομισμάτων. Εθεωρείτο ο θεός πάσης αρχής ή ενάρξεως (της ημέρας, του μηνός, του έτους κ. ο. κ.).

Ο λαός μας ονομάζει τον Ιανουάριο και ως Γενάρη, ή Καλαντάρη, ή Μεσοχείμωνα (μεσαίος από τους μήνες του χειμώνα). Ονομάζεται και Γατόμηνας (το Γενάρη ζευγαρώνουν οι γάτες), Κλαδευτής, Γελαστός και άλλα. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την χρονική περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου: Γαμηλίωνα, στην αρχαία Αθήνα (αυτόν το μήνα γίνονταν οι περισσότεροι γάμοι) και Ερμαίο στο Άργος.

Η ιστορία της Βασιλόπιτας

..το κόψιμο της βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν.
Η αναζήτησή μας για τις ρίζες του εθίμου της βασιλόπιτας, μας οδηγεί πίσω, στην αρχαιότητα, στις προσφορές άρτου ή και μελιπήκτων των αρχαίων ημών προγόνων, προς τους θεούς, κατά τη διάρκεια εορτών. Αναφέρει ο λαογράφος Φίλιππος Βρετάκος (“Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των”):
“Οι πρόγονοί μας εις την αρχαιότητα κατά τας μεγάλας αγροτικάς εορτάς προσέφερον εις τους θεούς, ως απαρχήν, έναν άρτον. Επί παραδείγματι κατά την εορτήν του θερισμού, που ελέγετο Θαλύσια και ήτο αφιερωμένη εις την Δήμητρα, κατασκευάζετο από το νέον σιτάρι ένας μεγάλος εορταστικός άρτος (ένα καρβέλι), που ελέγετο “Θαλύσιος άρτος”, κατά δε την προς τιμήν Απόλλωνος εορτήν των Θαργηλίων εψήνετο, κατά το έθιμον,ο “θάργηλος άρτος”. (περισότερα εδώ)
——————————————-
Στο Σέλινιο Χανίων, για παράδειγμα, ζυμώνονταν με λάδι, αλεύρι , ζάχαρη και πολλά μυρωδικά, σύμβολα της αφθονίας των οικογενειακών αγαθών. Και μόλις την έστρωνε η νοικοκυρά στο ταψί, σχεδίαζε στην όψη της με πιρούνι τσιμπητό σταυρό και άλλα πλουμίδια , που σκοπό είχαν να εξορκίσουν το κακό μάτι. Παρόμοια πίτα, με ζάχαρη και μυρωδικά, ετοίμαζαν και στις Κυδωνίες. Κι επί πλέον με κλειδί τη στόλιζαν με παράξενα σχήματα, για να κλειδώσουν την κακογλωσσιά, ενώ με δαχτυλήθρα, σύμβολο της νοικοκυροσύνης, γέμιζαν με σχέδια τα ενδιάμεσα κενά, για να είναι οι γυναίκες του σπιτιού γερές και προκομμένες.
Γλυκές βασιλόπιτες συνήθιζαν κυρίως στα αστικά κέντρα, αλλά και σε αρκετές αγροτικές περιοχές της πατρίδας μας. Τα υλικά ήταν περίπου τα ίδια. Ποίκιλε μόνο, από τόπο σε τόπο και από οικογένεια σε οικογένεια, ο τρόπος διακόσμησής της, “τα γράμματα” όπως έλεγαν. Στολίδια δηλαδή από ζυμάρι, που το καθένα αντιστοιχούσε σε μια ευχή, έναν πόθο ή μια λαχτάρα. Ετσι η γυναίκα του γεωργού “έγραφε” στην πίτα το αλέτρι, τα ζωντανά, τα στάχυα, τα σακιά με το γέννημα, για να τα ευλογεί ο Αι-Βασίλης και να δώσει η χάρη του πλούσια σοδειά. Η γυναίκα του τσέλιγκα το μαντρί, τα πρόβατα ,τα σκυλιά, τις καρδάρες με το γάλα .Η γυναίκα του αμπελουργού τα κούτσουρα, το βαρέλι, το πατητήρι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά της να ευλογεί ο καλοσυνάτος Αγιος.
Η παραδοσιακή Μικρασιάτικη βασιλόπιτα ήταν πολύ εντυπωσιακή σε εμφάνιση και γεύση. Εμοιαζε με ένα μεγάλο τραγανό πεντανόστιμο μπισκότο στολισμένο με δικέφαλο αετό στη μέση, ενδόμυχο ίσως πόθο και ευχή για εθνική νεκρανάσταση και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινουπολίτικη πάλι βασιλόπιτα ήταν γλυκιά, φουσκωτή, αρωματισμένη με χίλια δυο μπαχαρικά και έφερε στο μέσον μεγάλο Β, το αρχικό του Αι- Βασίλη, ή το αρχικό του ονόματος του νοικοκύρη, ενώ γύρω χαραγμένα ξόμπλια με το ψαλίδι, παρέπεμπαν σε πουλιά με ανοιγμένα φτερά.
Ομως η περισσότερο συνηθισμένη πατροπαράδοτη ελληνική πρωτοχρονιάτικη πίτα ήταν η αλμυρή, πολύφυλλη και με κύριο στοιχείο γέμισης το κρέας, όπου τις ενδόμυχες ευχές και τον βαθύτερο συμβολισμό δεν έκρυβε η διακόσμηση. Αλλωστε δεν έμεναν περιθώρια για στολίδια, αφού πάνω και κάτω είχε αλλεπάλληλα καλοβουτυρωμένα φύλλα, που κατά τόπους τα ονόμαζαν “πέταρα”. Το πολύ-πολύ το επιφανειακό φύλλο, αισθητά μεγαλύτερο, ρίχνονταν κυματιστό, ώστε η επιφάνεια της πίτας να είναι πλούσια, ανάγλυφη, κυματιστή εκφράζοντας έτσι την ευχή για αφθονία των οικιακών αγαθών, σαν το κύμα της απέραντης θάλασσας. Στην αλμυρή πίτα οι ευχές, τα μαντέματα και οι συμβολισμοί εκφράζονταν κυρίως με τα “σημάδια”, που θα έκρυβε η νοικοκυρά στη βάση της ,πέρα από το πατροπαράδοτο νόμισμα για τον τυχερό του χρόνου.
Ετσι, για παράδειγμα, η ηπειρώτικη παράδοση απαιτούσε βασιλόπιτα με κοτόπουλο, χοντροκομμένο αρνίσιο κιμά ή ολόκληρα κομμάτια χοιρινό κρέας ,ανάμικτα με τραχανά, πράσα και αυγά. Και εκτός από το νόμισμα, ανάλογα με το επάγγελμα των μελών της οικογένειας, σαν “σημάδια”, μικρό ξυλάκι για υγεία των αγωγιατών, μικρό κουκουνάρι για τους ξυλοκόπους, φύλλο πουρνάρι για τον τσομπάνο, άχυρο για τον γεωργό, σταυρουδάκι για το καλό του σπιτιού ή διάφορους καρπούς, όπως σπυρί στάρι, κουκί, φασόλι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά τους να ευλογεί και να χιλιάζει η χάρη του Αι- Βασίλη.
Στη Δυτική Μακεδονία και στη Θράκη, όταν έρχονταν ο καιρός, να μοιράσει ο πατέρας της μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας το βιός του στους γιους, άφηνε στη χάρη του Αι-Βασίλη να κρίνει το τι έπρεπε να πάρει ο καθείς. Ετσι στη μεγάλη βασιλόπιτα τα “σημάδια” δεν έμπαιναν για ευχή, αλλά για ” τάξιμο”. Και τα κομμάτια της τη χρονιά εκείνη τα ονόμαζαν “φιλιά”. Σ΄ όποιου γιου το “φιλί” έπεφτε το νόμισμα, θα έπαιρνε το σπίτι. Σ΄ όποιου το φασόλι, το ποτιστικό χωράφι. Το στάρι, το ξηρικό χωράφι. Η κληματόβεργα, το αμπέλι. Το άχερο τα ζωντανά κ.λ.π. Αλλά και η κοπή της βασιλόπιτας γίνονταν με αληθινή ιεροπρέπεια. Πρώτα ο νοικοκύρης την έστρεφε τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Επειτα έκανε με κλειδί , με μαχαίρι ή με πιρούνι τρεις φορές το σημείο του σταυρού, για να κόβεται η κακογλωσσιά, να κλειδώνονται τα κακά στόματα ή να αποτρέπεται το κακό μάτι. Και την ώρα ακριβώς, που άλλαζε ο χρόνος, άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, με καθιερωμένη πάντα σειρά Πρώτο ήταν του Αι-Βασίλη. Επειτα του Χριστού και της Παναγίας, του σπιτιού και στη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, κατά ηλικία , αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Κομμάτι έκοβε και για τους φτωχούς, τα ζωντανά, τα χωράφια και τα αμπέλια, το μύλο και τη βάρκα, γιατί όλα έπρεπε να πάρουν την ευλογία του Αι-Βασίλη. Και σαν απόσωνε τον εορταστικό δείπνο η οικογένεια, ο νοικοκύρης κατέβαινε στο στάβλο, να ταΐσει την πίτα τους στα ζωντανά, ενώ την επαύριο θριμάτιζε και σκορπούσε το δικό τους κομμάτι στα κτήματα και στα αμπέλια.
Σε μερικούς τόπους, όπως στην Κάρπαθο και τη Σκύρο, έπλαθαν ξεχωριστή πίτα για τα μεγάλα ζώα, τους πολύτιμους συνεργάτες του νοικοκύρη στον καθημερινό μόχθο, την οποία ονόμαζαν “βουόπιτα” ή “βοδόκλουρα” και θριματισμένη, με λίγο αλάτι, τους την τάιζαν ανήμερα της πρωτοχρονιάς. Στα Χάσια,ξεχωριστή πίτα έπλαθαν και για τον τσομπάνο, τον βοσκό των προβάτων. Αφού η οικογένεια θα είχε κόψει τη δική της πίτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα οι άντρες του σπιτιού πήγαιναν στη στάνη να κόψουν και την πίτα του τσομπάνου και μαζί του τραγουδούσαν και γελούσαν και χόρευαν ως το πρωί σε πασίχαρο γλέντι, που το σεκοντάριζαν τα βελάσματα των προβάτων και των κατσικιών. Στην πίτα εκείνη το νόμισμα δεν είχε καμιά σημασία. Αντ΄ αυτού έβαζαν ένα κουλουριασμένο ξυλάκι, που το έλεγαν “μαντρί” και το θεωρούσαν σαν κάτι ιερό . Γι αυτό κι όποιος το εύρισκε, το παράχωνε στη στάνη, σε μέρος που δεν θα το πατούσαν άνθρωποι και ζώα.
Στην αρχοντική Σιάτιστα η παράδοση ήθελε δύο βασιλόπιτες. Μιά γλυκιά και μια αλμυρή με φύλλα. Την γλυκιά έκοβαν τα μεσάνυχτα, στην αλλαγή του χρόνου, για να τους φέρει γλυκές μέρες. Την αλμυρή, που περιείχε και το ασημένιο νόμισμα “το δώρο”, όπως το έλεγαν, την ονόμαζαν “του σπιτιού”, την έκοβαν στο εορταστικό μεσημεριανό τραπέζι της πρωτοχρονιάς , και ο τυχερός άναβε με το νόμισμα λαμπάδα για το καλό όλης της οικογένειας. Η πίτα εκείνη περιείχε επί πλέον και σταυρουδάκι από χλωρά κλαράκια για υγεία και ευτυχία.
αναδημοσίευση
—————————————-
Στην ορθόδοξη παράδοση
Το έθιμο των ημερών απαιτεί ένα γλυκό «τυχερό» παιχνίδι …την κοπή της Βασιλόπιτας. Πολλές συνταγές κυκλοφορούν όμως όλες έχουν ένα βασικό συστατικό …το πολυπόθητο φλουρί! Πριν την κόψετε, διαβάστε την ιστορία της.
Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, πριν από 1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να τη λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη.
Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχεια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι χριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα!
‘Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως, ο δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα . Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου

Η 1η Ιανουαρίου δεν ήταν πάντα πρωτοχρονιά

Ολα τα ημερολογιακά συστήματα είναι επινοήσεις. Αυτό όμως που τα συνδέει είναι η ύπαρξη κάποιου σημείου αναφοράς, όπως στο χριστιανικό ημερολόγιο, στο οποίο κεντρικό σημείο είναι η γέννηση του Ιησού Ολα τα ημερολογιακά συστήματα είναι επινοήσεις. Αυτό όμως που τα συνδέει είναι η ύπαρξη κάποιου σημείου αναφοράς, όπως στο χριστιανικό ημερολόγιο, στο οποίο κεντρικό σημείο είναι η γέννηση του Ιησού Μέρες που είναι, ας κάνουμε ένα πρωτοχρονιάτικο ταξίδι στα χρονολογικά-ημερολογιακά συστήματα. Μια πρώτη, πολύ γενική, διαπίστωση είναι ότι όλα είναι επινοήσεις και κατασκευές. Συνδέονται, βεβαίως, με αστρονομικά φαινόμενα, και ειδικά τον ήλιο και τη σελήνη ή τον συνδυασμό των κινήσεών τους (αστρονομικό έτος), αλλά η Πρωτοχρονιά είναι μια επαναλαμβανόμενη εφεύρεση, μέχρι να επιβληθεί η 1η Ιανουαρίου. Η 1η Ιανουαρίου δεν ήταν πάντα… Πρωτοχρονιά Η ημερολογιακή αρχή της χρονιάς ήταν διαφορετική πολλές φορές σε διάφορες εποχές. Διέφερε ακόμη και μέσα σε ίδιες εποχές από διάφορες εθνικές ή άλλες ομάδες. Βεβαίως, κι όλα τα πολιτικά ημερολόγια του κόσμου. Αυτό που συνδέει, όμως, τις πρωτοχρονιές όλου του κόσμου στη διαδρομή της Ιστορίας είναι η ύπαρξη κάποιου σημείου αναφοράς. Απ αυτήν ακριβώς την οπτική ο κυρίαρχος σήμερα τρόπος μέτρησης του πολιτικού και εκκλησιαστικού χρόνου, που εισηγήθηκε ο μοναχός Διονύσιος ο Μικρός (6ος αιώνας), ήταν η ωριμότερη έως τότε σκέψη. Η αφετηρία Η ιστορία δεν είχε πια απλώς ένα σημείο εκκίνησης, αλλά ένα κέντρο. Ολα τα συμβάντα μπορούσαν να τοποθετηθούν ΠΡΙΝ ή ΜΕΤΑ από την εμφάνιση του Ιησού. Μέχρι τότε στα περισσότερο γνωστά συστήματα οι χρονολογήσεις τοποθετούσαν τα γεγονότα ΜΕΤΑ μια αφετηρία: Την άλωση της Τροίας, την πρώτη Ολυμπιάδα, την κτίση της Ρώμης, την άνοδο του Διοκλητιανού στην εξουσία, τη δημιουργία του κόσμου κλπ. Είναι φανερό ότι ο καθορισμός ενός γεγονότος-σημείου αναφοράς είναι πολύπλοκος, αλλά πάντα προϋποθέτει τη βούληση μιας εξουσίας (πολιτική, θρησκευτική κλπ.) για να επιβληθεί. Χωρίς να σημαίνει πάντα ότι αυτή η βούληση αρκεί για την καθιέρωση, αφού η αποδοχή ή η απόρριψή του επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες (πολιτιστικοί, χρηστικοί κ.ά.). Ετσι, για παράδειγμα, η χρονολόγηση με τα πρόσημα π.Χ. ή μ.Χ., προϋποθέτει την εγκαθίδρυση του χριστιανισμού στη Δύση. Το Ιουλιανό ημερολόγιο την επιβολή της θέλησης του Ιούλιου Καίσαρα, το βυζαντινό τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, το Γρηγοριανό τον Πάπα Γρηγόριο. Για να πάμε πιο πίσω, το πρώτο αρχαίο αθηναϊκό τον Κέκροπα, το αργολικό την Ηρα, της Μεσοποταμίας συγκεκριμένους άρχοντες-βασιλιάδες και πάει λέγοντας… Τα χρονολόγια και τα ημερολόγια μοιάζουν ουδέτερα, α-πολιτικά, αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τέτοια. Ο δεσμός ανάμεσα στον χρόνο και την όποια εξουσία είναι τόσο παλιός όσο και τα συστήματα μέτρησης του χρόνου από τα συστήματα εξουσίας. «Ελαβε το ημερολόγιο…», έλεγαν οι αρχαίοι Κινέζοι, όταν ήθελαν να πουν ότι κατέκτησαν μια περιοχή. Οι… ρίζες Ο 11ος ρωμαϊκός μήνας Ιανός Η καθιέρωση και η γενίκευση της 1ης Ιανουαρίου είναι σχετικά πρόσφατη. Ευρύτερα αποδεκτή έγινε μόλις τον προηγούμενο αιώνα και αμφισβητήθηκε αρκετές φορές στη διάρκειά του. Το παράδοξο είναι ότι δεν αντιστοιχεί ακριβώς σε κάποιο αστρονομικό φαινόμενο. Οπως, λόγου χάρη, στη χειμερινή ισημερία (22 Δεκεμβρίου), όταν η μέρα αρχίζει να μεγαλώνει και η νύχτα να υποχωρεί. Ούτε, φυσικά, στα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου), ημερομηνία από την οποία ξεκινά η χρονολόγηση και, φυσιολογικά, τότε ακριβώς έπρεπε ν αρχίζει να μετρά η νέα χρονιά. Παρ όλα αυτά, ως αρχή του πολιτικού έτους ίσχυε πριν από την καθιέρωση του παλιού Ιουλιανού ημερολογίου (μέσα 1ου π.Χ. αιώνα), συνεχίστηκε μ αυτό και διατηρήθηκε στο ισχύον Γρηγοριανό. Αν και το μόνο αστρονομικό γεγονός είναι ότι απλώς τότε η Γη βρίσκεται στο περιήλιο της τροχιάς της (το πλησιέστερο σημείο στον ήλιο). Το δεδομένο, όμως, αυτό δεν φαίνεται να έχει παίξει ρόλο στην εξίσωση Πρωτοχρονιά=1 Ιανουαρίου. Οι ρίζες της καθιέρωσης βρίσκονται μάλλον στην αρχαία Ρώμη και ειδικά στο ημερολόγιο του Νουμά -διαδόχου του Ρωμύλου. Σε αυτόν αποδίδεται η προσθήκη του Ιανουαρίου στο δεκάμηνο τότε ρωμαϊκό ημερολόγιο. Ως 11ος μήνας αφιερώθηκε στον Ιανό, ο οποίος, εκτός των άλλων, θεωρούνταν και θεός κάθε αρχής. Με τη διάσταση αυτή ήταν ζήτημα χρόνου ο τελευταίος μήνας να γίνει πρώτος και η πρώτη μέρα του Πρωτοχρονιά. Γύρω στο 150 π.Χ. η έναρξη του ρωμαϊκού πολιτικού έτους θα τοποθετηθεί επισήμως κατά τον Ιανουάριο. Φαίνεται ένας από τους λόγους ήταν πως στις καλένδες του (αρχές του μήνα) ορκίζονταν οι άρχοντες (ετήσιοι ύπατοι, πραίτορες). Στις τελετές που ακολουθούσαν και συνεχίστηκαν από τους μετέπειτα αυτοκράτορες, πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι έχουν τις ρίζες τους τα σύγχρονα κάλαντα, αλλά και τα «δώρα» των Χριστουγέννων…Παρά τις βαθιές ρίζες της η 1η Ιανουαρίου μόλις μετά τον 10ο αιώνα, βαθμιαία και αργόσυρτα, θα αρχίσει να καθιερώνεται στην Ευρώπη ως η αρχή του πολιτικού έτους. Το μπέρδεμα με το έτος γέννησης του Χριστού Η χρονιά της γέννησης Σύμφωνα με το σημερινό γενικευμένο σύστημα χρονολόγησης ο Χριστός δεν γεννήθηκε το 1 μ.Χ. ή το έτος 0 (μηδέν). Οι υπολογισμοί, εφόσον ισχύουν όσα παραδίδουν οι Ευαγγελιστές, τοποθετούν τη γέννηση μεταξύ του 4 και 6 μ.Χ. Το σκεπτικό Το εκκλησιαστικό σκεπτικό για τον καθορισμό του πρώτου χριστιανικού έτους ήταν το εξής: Η σύλληψη-ενσάρκωση του Ιησού έγινε την 25η Μαρτίου και άρα η επομένη 1η Ιανουαρίου ισούται με την πρώτη μέρα του 2 μ.Χ. Το υπολογιστικό λάθος Το λάθος του μοναχού Διονυσίου ήταν ότι δεν «μέτρησε» κατά τους υπολογισμούς του για τον καθορισμό της γέννησης του Χριστού το έτος μηδέν. Τον καιρό του και αργότερα ο λάθος υπολογισμός του δεν είχε κάποια πρακτική σημασία. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΑΛΑΛΟΥΜ Ταξίδι στον… χρόνο κατά τον Μεσαίωνα Δεν είναι και τόσο μακρινή η εποχή, με αστρονομικά μέτρα, που ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, μπορούσες να ξεκινήσεις μια χρονιά από ένα μέρος και, ύστερα από πολλές μέρες, να φτάσεις σ’ ένα άλλο την προηγούμενη χρονιά! Ετσι, για παράδειγμα, ένας έμπορος που αναχωρούσε την 1η Μαρτίου του 1250 από τη Βενετία, φθάνοντας στη Φλωρεντία βρισκόταν το 1249. Συνεχίζοντας, μάλιστα, την πορεία του προς την Πίζα βρισκόταν στο 1251! Το ταξίδι στο… παρελθόν ή το μέλλον, κατά το Μεσαίωνα, δεν οφειλόταν, φυσικά, σε κάποια «μηχανή του χρόνου». Αλλά στα ανόμοια ημερολόγια που ίσχυαν την ίδια εποχή σε διαφορετικές περιοχές. Αλλού στην ιταλική χερσόνησο η χρονιά άρχιζε την 1η Ιανουαρίου, αλλού την 1η ή και την 25η Μαρτίου. Το ίδιο συνέβαινε σε πανευρωπαϊκή και πολύ περισσότερο σε παγκόσμια κλίματα. Στην Ισπανία και τη Γερμανία του Μεσαίωνα το έτος άρχιζε τα Χριστούγεννα, ενώ στη Γαλλία για ένα διάστημα την 1η Απριλίου… Αλλά και στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, που ενδιαφέρει περισσότερο στα «καθ ημάς», η Πρωτοχρονιά οριζόταν διαφορετικά. Τοποθετούνταν την 1η Σεπτεμβρίου, αν και την πρωτομηνιά (καλένδες, νουμηνίες – νεομηνίες) του Ιανουαρίου γίνονταν παραδοσιακά λαϊκά πανηγύρια. Συνεχίζονταν, έτσι, οι αντίστοιχες ρωμαϊκές εκδηλώσεις, που αντανακλούσαν παλιότερες θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι οποίες σχετίζονταν με το χειμερινό ηλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου). Μεταθέσεις… Στην Αγγλία η Πρωτοχρονιά ακολουθούσε άλλους ρυθμούς. Μέχρι τον 14ο αιώνα τοποθετούνταν την 25η Δεκεμβρίου. Μετά και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα μετατέθηκε την 25η Μαρτίου. Η τελευταία, όπως και η 1η Μαρτίου, οριζόταν για μεγάλα διαστήματα και από πολλούς Ευρωπαίους ως Πρωτοχρονιά. Ο ορισμός αυτός είχε κάποια λογική, αφού ο Μάρτιος είναι ο μήνας της εαρινής ισημερίας (21 Μαρτίου εξίσωση της ημέρας με τη νύχτα). Είχε, επίσης, τη λογική της και η θέσπιση της Πρωτοχρονιάς την 1η Σεπτεμβρίου. Η ημερομηνία ήταν ταυτισμένη με το άνοιγμα και την αναθεώρηση των φορολογικών καταλόγων και από την εποχή ακόμη του Μ. Κωνσταντίνου άρχιζε να μετρά τότε το πολιτικό έτος των Βυζαντινών. Αυτή η «αρχή της Ινδίκτου» (δεκαπενταετές σύστημα μέτρησης του χρόνου) θα υιοθετηθεί από την Εκκλησία και θα αποτελέσει την αφετηρία του εκκλησιαστικού έτους. Η έναρξη της νέας χρονιάς, λοιπόν, είτε για το πολιτικό είτε για το εκκλησιαστικό ημερολόγιο στο χριστιανικό κόσμο, δεν οριζόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο από τους ίδιους λαούς την ίδια εποχή. Πολύ περισσότερο δεν συνέβαινε αυτό σε όλους τους λαούς σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, μουσουλμάνοι, εβραίοι και άλλες πολλές ομάδες έχουν τη δική τους Πρωτοχρονιά. Κοινός, όμως, παρανομαστής, ανεξαρτήτως συγκεκριμένης ημερομηνίας, είναι ο εορτασμός της νέα χρονιάς παντού και σε απροσδιόριστο βάθος χρόνου. Η προσδοκία για καλύτερες μέρες.
Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη
* Αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα: Τα διάφορα ελληνικά ημερολόγια έχουν διαφορετικές πρωτοχρονιές, σύμφωνα με αντίστοιχες φυσικο-θρησκευτικές γιορτές (θερινό ή χειμερινό ηλιοστάσιο, εαρινή ή φθινοπωρινή ισημερία).
* Μέσα 2ου π.Χ.: Καθιερώνεται η 1η Ιανουαρίου ως έναρξη του πολιτικού ρωμαϊκού έτους, που συμπίπτει με τις γιορτές για το χειμερινό ηλιοστάσιο και τα Σατουρνάλια. * Μέσα 1ου π.Χ.: Το Ιουλιανό ημερολόγιο διατηρεί την Πρωτοχρονιά κατά την 1η Ιανουαρίου. Χριστιανική εποχή
* 4ος αιώνας: Από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου το έτος στην αυτοκρατορία ξεκινά την 1η Σεπτεμβρίου. Διατηρούνται τα προϋπάρχοντα λαϊκά πανηγύρια και οι γιορτές κατά τις καλένδες-νεομηνίες του Ιανουαρίου.
* Πρώτοι μεταχριστιανικοί αιώνες: Η χριστιανική εκκλησία θεωρεί αρχή του έτους τον Ευαγγελισμό (25 Μαρτίου). Αργότερα καταδικάζει ως ειδωλολατρική την Πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου. Το εκκλησιαστικό έτος αρχίζει από την 1η Σεπτεμβρίου. Νέα και νεότερη περίοδος
* Τέλη 16ου αιώνα: Μαζί με την εισαγωγή του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ καλεί τους χριστιανούς να υιοθετήσουν ως Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου.
* 17ος -19ος αιώνας: Η Ευρώπη γιορτάζει πολλές και διαφορετικές πρωτοχρονιές, ενώ ο κόσμος ακόμη περισσότερες.
* Οι διάφορες παραδόσεις δύσκολα εγκαταλείπονται.
* Αρχές 20ού αιώνα: Γενίκευση του γιορτασμού της Πρωτοχρονιάς την 1η Ιανουαρίου, με παράλληλη διατήρηση δύο δεκάδων άλλων βασικών ημερολογίων. (εφ. ελευθεροτυπία)

Tuesday, December 20, 2011

Ιατρικοί Οροι και η Προέλευση τους

 Διερευνήθηκαν μερικά κείμενα αρχαίων Ελλήνων ιατρών με σκοπό να δούμε αν υπάρχει αυτή η αιτιώδης σχέση μεταξύ του ελληνικού όρου και του σημαινόμενου υπ’ αυτού, και καταγράψαμε την ερμηνεία ορισμένων ιατρικών όρων. Μάλιστα οι απαρχές της νεοελληνικής ιατρικής ορολογίας, όπως έχουμε υποστηρίξει[8], βρίσκονται στην εποχή της Νεοελληνικής Αναγέννησης ή Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι Ελληνες ιατροί συγγραφείς και λόγιοι προσπαθούσαν τότε να καθιερώσουν συγκεκριμένους ιατρικούς όρους στα κείμενά τους, που από τα μέσα του 18ου αιώνος ο αριθμός έκδοσης των ελληνικών βιβλίων αυξάνονταν προοδευτικά ιδιαίτερα κατά τις δύο προεπαναστατικές δεκαετίες[9]. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο ιατρός Ιωάννης Βούρος το 1836 είχε προτείνει στην νεοϊδρυθείσα Ιατρική Εταιρεία Αθηνών τη σύσταση επιτροπής «ινα συνάξει λέξεις ιατρικάς και ούτω να σχηματίσει αν όχι ιατρικόν λεξικόν, τουλάχιστον έλεγχον ιατρικών λέξεων δια να ευκολυνθεί η ιατρική γλώσσα»[10]. Επισημαίνουμε ότι πολλοί ιατρικοί όροι που απαντώνται στα έργα του Γαληνού χρησιμοποιήθηκαν από τους νεώτερους Ελληνες ιατρούς και έκτοτε έχουν εισαχθεί στην ελληνική ιατρική ορολογία, όπως διαπιστώνεται από την υπό δημοσίευση μελέτη μας [11] στην οποία καταγράφονται οι ιατρικοί αυτοί όροι, που έχουν καταγραφεί στα ελληνικά ιατρικά συγγράμματα και την Βιοϊατρική Ιατρική Ορολογία[12].
 
Παρατίθενται στη συνέχεια μερικοί ιατρικοί όροι και η ετυμολογική τους ερμηνεία, που αναγράφεται σε αρχαία ιατρικά κείμενα:
  • «Εγκέφαλος» ονομάσθηκε διότι κείται, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι, «το γαρ εν τη κεφαλή κείσθαι δια τούτ’ ωνόμασται»[13].
  • «Μυελός», σύμφωνα επίσης με τον Μελέτιο[14] «λέγεται δε ο εγκέφαλος και μυελός, οίον μυχελός, από του εν μυχώ ειλήσθαι ό εστίν αυλίζεσθαι. Ή δια το λείος είναι, ή εν μεμυκότι οστέω τυγχάνειν».
  • «Μήνιγγες», λέγονται «δια το μένειν εν αυταίς τον εγκέφαλον»[15].
  • «Κρανίον», ονομάσθηκε διότι ως κράνος επικάθεται επί της παχείας μήνιγγος, «αυτή δ’ αυ πάλιν τη παχεία το περικείμενον έξωθεν οστούν, ο δη και κρανίον ονομάζουσι, καθάπερ το κράνος επίκειται»[16].
  • «Λιθοειδές οστούν», το ονόμασαν δια την ως λίθο, πέτρα στερεότητά του, «ονομάζεται λιθοειδές, ώσπερ ουν και έστιν»[17].
  • «Ληνός Ηροφίλου», «διπλώσεις της μήνιγγος εις χώραν τινά κενή, οίον δεξαμενήν, ήν δη και δι’ αυτό τούτο προσαγορεύειν έθος εστίν Ηροφίλω ληνόν»[18], (ληνός=δεξαμενή).
  • «Κωνάριον» ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς κώνον, «εστι δε τούτο την μεν ουσίαν αδήν, το σχήμα κώνω μάλιστα παραπλήσιον, όθεν αυτό τούνομα»[19].
  • «Νεύρα» ονομάσθηκαν σύμφωνα με τον Μελέτιο από το ρήμα νεύω, δηλ. κλίνω προς μία κατεύθυνση, «και γαρ τα νεύρα την ονομασίαν έσχε παρά του νεύειν προς εαυτά»[20].
  • «Παλίνδρομα νεύρα λάρυγγος» τα ονόμασε ο Γαληνός διότι παλινδρομούν, «τα του λάρυγγος ίδια νεύρα, τα παλινδρομούντα προς εμού κληθέντα»[21].
  • «Θυρεοειδής» χόνδρος του λάρυγγος ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς τον «θυρεό», την επιμήκη ασπίδα, «τω προμηκεστέρω τω καλουμένω θυρεώ, και τούνομα μεν τω χόνδρω κατά την προς τούθ’ ομοιότητα τοις ανατομικοίς ανδράσιν ετέθη, καλέσασιν αυτόν θυρεοειδή»[22].
  • «Αρυταινοειδής» χόνδρος ονομάσθηκε από την ομοιότητα προς «αρυταίνας», ένα είδος ελαιοδοχείου, «ο τρίτος χόνδρος… ου το άνω πέρας αρυταινοειδές οι πλείστοι των ανατομικών ονομάζουσι από του σχήματος ομοιότητος προς ταύτας δη τας προχόους, ας ήδη και αρυταίνας ένιοι καλούσιν»[23].
  • «Υοειδές οστούν» διότι ομοιάζει με το γράμμα υψιλον, «δια το σχήμα ονομάζουσιν ότι έοικεν τω υ γράμματι»[24].
  • «Καρδία», σύμφωνα με τον Μελέτιο «το όνομα ετυμολογείται παρά το κραδαίνω το σείω, αεικίνητος γαρ η καρδία»[25], παραθέτοντας και το σχετικό χωρίο από τον ΄Ομηρο, Οδύσεια Υ 23, που η καρδιά αναγράφεται ως «κραδίη».
  • «Τριγλώχινες» βαλβίδες, διότι σύμφωνα με τους ανατόμους μοιάζουν με τις γλωχίνες, τις άκρες των βελών, «η σύνθεσις αυτών έοικεν ακίδων γλωχίσιν»[26]. «Σιγμοειδείς» βαλβίδες, ονομάσθηκαν από το σχήμα τους, «από του σχήματος υπό των ακριβεστέρως τας ανατομάς εχόντων ονομαζόμενοι σιγμοειδείς»[27].
  • «΄Ωτα καρδίας», παρομοιάστηκαν με τα ώτα που βρίσκονται εκατέρωθεν της κεφαλής, «ωνόμασται δ’ ούτως, ουκ από χρείας ή ενεργείας τινός, αλλ’ από μικράς ομοιότητος, ότι της καρδίας εκατέρωθεν, ώσπερ της κεφαλής του ζώου, πρόεκειται τα ώτα»[28].
  • «Καρωτίς» ονομάσθηκε η αρτηρία που φέρει το αίμα στο κεφάλι διότι κατά την πίεσή της ο άνθρωπος έμεινε άφωνος, καρώδης, νυσταλέος λόγω μη αιματώσεως του εγκεφάλου, «ότι πιεζόντων [αυτών] καρώδεις και άφωνοι εγίνοντο»[29].
  • «Κοίλη φλέβα» ονομάσθηκε διότι είναι η ευρυτάτη των φλεβών, (κοίλος-κοιλότης κοιλία), «την κοίλην ύστερον υπό των ιατρών ονομασθείσαν, επειδή των κατά το σώμα του ζώου φλεβών εστι ευρυτάτη»[30].
  • «Ουρανίσκος» έλαβε το όνομα από της ομοιότητος με τον ουρανό, «εστί το ανώτερον μέρος του στόματος εκ της προς ουρανόν ομοιότητος το όνομα λαμβάνοντος»[31].
  • «Υπεζωκώς» ονομάσθηκε διότι υπεζωννύει, επενδύει τις πλευρές «επειδή τας πλευράς όλας έσωθεν υπέζωκεν»[32].
  • «Διάφραγμα» απεκλήθηκε διότι διαφράττει, χωρίζει τον θώρακα από την κοιλία, «έστι τις μυς μέγας στρογγύλος, όν ονομάζουσιν μεν εν δίκη διάφραγμα, διαφράτοντα των της τροφής αγγείων τα του πνεύματος όργανα»[33].
  • «Περιτόναιον» ονομάσθηκε από το περιτείνω δηλ. τανύεται και απλώνεται επάνω στα σπλάχνα, «κέκληται από του περιτετάσθαι πάσι μεν τοις σπλάχνοις, πάσι δε τοις εντέροις, έτι δε τοις αγγείοις, όσα μεταξύ φρενών [διαφράγματος] τ’ εστί και σκελών»[34].
  • «Επίπλοον», διότι επίκειται του στομάχου σύμφωνα με τον Γαληνό, «επικείσθαι μεν ουν τη γαστρί και οίον εποχείσθαι τουπίπλοον (όθεν περ και τούνομα κέκτηται)»[35].
  • «Απευθυσμένον» «επί ευθείας τεταμένον, κατά ό ούτως ωνόμασται»[36].
  • «Σφιγκτήρες» αποκλήθηκαν διότι το κάτω μέρος του απευθυσμένου κυκλικά περισφίγγεται από τους μυς ως σφιγτήρα, «του δ’ απευθυσμένου το κάτω πέρας υπό μυών εν κύκλω περικειμένων σφίγγεται. Και δή τούνομα αυτώ σφιγκτήρα δια τούτ’ οίμαι τεθεικαίναι τινάς»[37].
  • «Μήτρα» λέγεται «δια το είναι μητέρα πάντων των βρεφών»[38].
  • «Χόριον», «επειδή χώρημα εστι του εμβρύου οιονεί χωρίον, ή επειδή χορηγείται την τροφήν αυτώ»[39], «ωνόμασται δε ούτως, επειδή πολλαί φλέβαι και αρτηρίαι κατ’ αυτόν εισιν ώσπερ εν χορώ τινι συνεληλυθυίαι, και δι’ αυτού τρέφεται το έμβρυον»[40].
  • «Αλλαντοειδής υμήν», «την ονομασίαν από του σχήματος έχοντα, παραπλήσιος γαρ εστιν αλλάντι»[41].
  • «Εφήβαιον», ονομάσθηκε διότι εκεί οι τρίχες είναι μικρές, «δια το βαίνειν τας τρίχας εκεί, ολίγας και μικράς, βαιός γαρ ο μικρός»[42].
  • «Ωκυτόκια», φάρμακα, τα οποία επιφέρων ταχύν τοκετόν[43], (ωκύς σημαίνει ταχύς).
  • «Σύλληψις» «ωνόμασται από του συγκράτησις είναι του σπέρματος»[44].
  • «Κύησις», σύμφωμα με τον Σωρανό «καλείται κύησις παρά το κεύθησις είναι, τούτ’ έστιν απόκρυψις. Το γαρ κεύθειν εστί το κρύπτειν, και το εν τη μήτρα δε συνειλημμένον κρύπτεται»[45].
  • «Δυστοκία», είναι «δυσχερής τόκος», «μετά δυσεργείας αποκύησις»[46].
  • «Αμφιβληστροειδής χιτών» οφθαλμού διότι ομοιάζει με αμφίβληστρο=αλιευτικό δίχτυ, «προσέοικε μεν γαρ αμφιβλήστρω το σχήμα»[47].
  • «Κερατοειδής χιτών» οφθαλμού διότι ομοιάζει με τα ξύσματα των κεράτων στη λαμπρότητα: «εοικέναι τούτο τοις κέρασι τοις εις λεπτά τετμημένοις… ούτος ουν ο κερατοειδής χιτών λεπτός και σκληρός και πυκνός γενόμενος, ευθύς άρ’ έμελλεν έσεσθαι και λαμπρός, οίος επιπέμπειν αυγήν επιτηδειότατος είναι, παραπλησίως τους ακριβώς διεξεσμένοις τε και λελεπτυμένοις κέρασιν»[48].
  • «Ιρις οφθαλμού», ίρις είναι ο κύκλος, «καλείται ίρις ο τόπος ούτος υπό των περί τα τοιαύτα δεινών. Ένιοι δε στεφάνην ονομάζουσι»[49].
  • «Κανθοί» αποκαλούνται «από του κνήθεσθαι συνεχώς υπό του παρεισρέοντος παντός υγρού»[50].
  • «Ρίνες», λέγονται «δια το δι’ αυτών ρείν τα εξ εγκεφάλου»[51].
  • «Μυκτήρες», «από του μυκτηρίζειν ημάς ούς διαπαίζομεν, ή από του την μύξαν εξιέναι δι’ αυτών»[52].
  • «Λαγών» διότι εκεί λήγουν οι πλευρές, «παρά το λήγη. Εκείσε γαρ λήγουσιν αι πλευραί»[53].
  • «Μηρός», καλείται «ότι μερίζεται κατ’ εκείνο το μέρος το σώμα»[54].
  • «Οστεολογία», «των ανθρωπίνων οστών εμπειρίαν ακριβή λαβείν»[55] (οστούν+λόγος).
  • «Αστράγαλος», διότι κρατάει ορθή τη βάση του ποδός, σύμφωνα με τον Μελέτιο εκ του αστραβής που σημαίνει ακλόνητος, ευθής, μή εστραμμένος[56].
  • «Πτέρνα» επειδή σ’ αυτό το οστούν πέφτει όλο το βάρος του σώματος, «παρα το επιπτωκέναι αυτή όλον το σώμα»[57].
  • «Ινίον», διότι κατέρχεται από την κορυφή «από του εν τη καταβάσει της κορυφής κάτω ιέναι ή από του εντεύθεν έρχεσθαι τας ίνας, ήγουν τα νεύρα»[58].
  • «Μέτωπον», υπεράνω των ωπών δηλ. των οφθαλμών, «οίον επέρωπον, το υπεράνω των ωπών, ήγουν των οφθαλμών»[59].
  • «Ηθμοειδή οστά», ο Γαληνός υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να ονομάζονται σπογγοειδή όπως έλεγε ο Ιπποκράτης διότι είναι ποικίλες κατατρήσεις και όχι ευθύτρητα όπως οι ηθμοί, «βέλτιον δ’ ήν ουκ ηθμοειδή καλείν αυτά μάλλον περ’ ή σπογγοειδή, καθάπερ Ιπποκράτης είκαζε. Ποικίλα γουν εστι ταις κατατρήσεσιν, ώσπερ οι σπογγιοί, και ούκ ευθύτρητα, καθάπερ οι ηθμοί»[60].
  • «Ζύγωμα» (ζυγωματικόν οστούν), ονομάζεται διότι ως ζυγός διαρθρώται μετά της άνω γνάθου και της κεφαλής, «το τοίνυν οστούν τούτο λεπτόν, ο συνάπτει την άνω γένυν τη κεφαλή, καλείται ζύγωμα προς των ανατομικών, επειδή και αυτός ο Ιπποκράτης φάσκων υποζυγώσαι δηλοί συνάγειν αλλήλοις τα δύο οστά, καθάπερ ζυγόν υποκείμενον αυτοίς»[61].
  • «Βελονοειδής» απόφυσις «οι μεν αλεκτρυόνων πλήκτροις εικάζουσιν, οι δε γραφείων πέρσασι, και προσαγορεύουσιν βαρβαρίζοντες στυλοειδείς. Ένεστι δ’, ει βούλοιτο, γραφοειδείς τε και βελονοειδείς ονομάζειν αυτάς»[62].
  • «Φατνία», ονομάσθηκαν «δια την προς τας φάτνας ταύτας εμφέρειαν αις χρήται τα βοσκήματα»[63].
  • «Ιερόν οστούν», «συνήθως των αρχαίων ιερά τα μεγάλα καλούντων»[64].
  • «Δελτοειδής μύς» ονομάσθηκε από το σχήμα του μυός, «ένθα το δελτοειδές εργάζεται σχήμα, διότι και τινές όλον αυτόν ωνόμασαν δελτοειδή»[65].
  • «Στόμαχος», λέγεται ότι «τα από του στόματος εις αυτόν χείται»[66].
  • «Πέψις» εκ του ρήματος πέσσω, που σημείνει χωνεύω, μαλακώνω[67].
  • «Δωδεκαδάκτυλον» «Ηρόφιλος ωνόμασε δωδεκαδάκτυλον από του μήκους αυτή την επωνυμίαν θέμενος»[68].
  • «Νήστις», «ότι κενόν αεί τροφής ευρίσκεται»[69].
  • «Ειλεός», από το ρήμα είλω, που σημαίνει φράζω. Στον ειλεό δεν αποβάλλονται αέρια και κόπρανα, υπάρχει έντονος περισταλτισμός των εντέρων μαζί με πόνο. «Ειλεός εστι φλεφμονή εντέρων, ώστε μήτε φύσας μήτε διαχωρήματα διεξέναι, στρόφους δε ισχυρούς παρακολουθείν και αλγήματα υπερβεβηκότα»[70].
  • «Μύες» λέγονται «παρά το μύειν εν ταις οικείαις ενεργείαις»[71].
  • «Σύνδεσμος», «εξ οστού εις οστούν εμφυόμενα σύνδεσμος αμφοίν γίγνεται κοινός, έν τούτο μόνον εργαζόμενα, συνέχειν αλλήλων τα συνδεσμούμενα των οστών»[72].
  • «Ηπαρ», «παρά το επήρθαι και κυρτούσθαι ή παρά το επαρδεύειν τω σώματι και χορηγείν το αίμα, ή παρά το επαίρεσθαι έπαρ και ήπαρ»[73].
  • «Πύλαι ήπατος», όπως για να εισέλθει κανείς στις πόλεις πρέπει να περάσει τις πύλες παρόμοια και η τροφή από τα έντερα πριν φθάσουν στο ήπαρ πρέπει να περάσουν από τον συγκεκριμένο τόπο τις πύλες, «εκ της κοιλίας τροφή πάσα προς ένα τόπον του ήπατος, όν απ’ αυτού τούδε του νυν ειρημένου πύλας ονομάζουσιν. Ούτε γαρ εις τας πόλεις εισελθείν τις δύναται, πριν διελθείν τας πύλας, ούτ’ εις ήπαρ αφίκεσθαι, πριν εν τούτω γενέσθαι τω χωρίω»[74].
  • «Χοληδόχος κύστις», διότι έλκει, δέχεται τη χολή, «ελκει το χολώδες υγρόν εις εαυτήν»[75].
  • «Σπλήν», «είρηται παρα το επισπάσθαι εις εαυτόν τα φαυλισθέντα των υγρών»[76], σύμφωνα με τον Μελέτιο.
  • «Νεφροί», «παρά το νείφεσθαι τω ούρω, ό εστί βρέχεσθαι»[77] [νείφω=βρέχω, εξ ού και νέφος].
  • «Ουροδόχος κύστις», κύστις που δέχεται το ούρο[78].
  • «Φίμωσις», «φίμος εστίν η των πόρων φυσικών κατάκλεισις»[79].
΄Οροι μερικών παθήσεων
  • «Αιμορραγία», η βίαιη έκχυση αίματος μετά από τρώση ενός αγγείου, «αιμορραγία εστίν αίματος λάβρος έκχυσις κατά περίρρυσιν μεν μεγάλης ούσης τρώσεως, κατ’ ακοντισμόν δε εις στενότητα τυγχάνουσα ως επί των φλεβοτομών»[80].
  • «Αιμορροϊς», ονομάζεται η μικρή ροή του αίματος «η κατά διαπήδησιν και κατ’ ολίγον αίματος φορά»[81].
  • «Φλεγμονή» ονομάσθηκε διότι φλέγεται το μέρος εκείνο του σώματος, «είρηται δε φλεγμονή από του οίον φλέγεσθαι τον τόπον»[82], «κοινόν με ουν απάσαις η άμετρος εστι θερμασία και οίον φλόγωσις, όθεν περ και το της φλεγμονής όνομα κατ’ αυτήν επιφέρειν έθος ήν τοις παλαιοίς»[83]. Ο Σωρανός ομοίως σημειώνει τον όρο αλλά προσθέτει «και ούχ ως ο Δημόκριτος είρηκεν από του αίτιον είναι το φλέγμα»[84].
  • «Γλαύκωμα», διότι τα φυσιολογικά μέρη του οφθαλμού παίρνουν το γλαυκό χρώμα, (κυανόφαιο χρώμα), «εστι των κατά φύσιν υγρών εις το γλαυκόν χρώμα μεταβολή»[85].
  • «Πλευρίτις», ονομάσθηκε η πάθηση του υπεζωκότος, που ονομάζονταν πλευρά, «νόσημα εστί του τας πλευράς υπεζωκότος υμένος»[86].
  • «Ορθόπνοια», διότι ανασηκώνεται ο ασθενής λόγω της δύσπνοιας, «δύσπνοια μετά στεναχωρήσεως, ως πνίγεσθαι δοκείν, ανακαθίζειν τε δια τουτ’ επιχειρείν, όπερ ορθόπνοιαν ονομάζουσιν»[87].
  • «Επιληψία», από το επίληψις, επιλαμβάνω, που σημαίνει προσβάλλω, «εστίν επίληψις διανοίας και των αισθητηρίων μετά του πίπτειν εξαίφνης τους μεν μετά σπασμού, τους δε άνευ σπασμού»[88].
  • «Μύλη» ονομάσθηκε δια την σκληρότητα που παρουσίαζε ο όγκος κατά την ψηλάφηση της μήτρας: «η λεγομένη μύλη, καθώς άλλοι λέγουσιν μύλος, σκίρρωσις εστιν της υστέρας…ωνόμασται δε “μύλος” από της δυσκινησίας και του βάρους…πρόδηλος όγκος περί το επιγάστριον απηνής λιθώδης…»[89]. Επίσης ο Ορειβάσιος σημειώνει: «Ιστέον ότι ο μεν Σωρανός εν τοις Γυναικείοις δια το σκληρόν και δυσκίνητον μύλην ή μύλον ονομάζεσθαι φησίν»[90].
  • «Σάρκωμα» παθολογική αύξηση σαρκός, «σάρκωμά εστι σαρκός εν τοις μυκτήροις παρά φύσιν αύξησις»[91].
  • «Τερηδών», σύμφωνα με τον Γαληνό ονομάσθηκε η πάθηση από την παρουσία τρημάτων στο οστούν, δηλ. από το τετραίνω, τιτράω, τρηδών: «τερηδών εστιν οστού κατάτρησις από φθοράς, το δε όνομα τω πάθει από των συμβεβηκότων τρημάτων»[92].
  • «Πολύπους», «είρηται δε πολύπους (εν τοις μυκτήροις) από των πολυπόδων. Ως γαρ εκείνοι πολλάς έχουσιν αποσχίδας πλαδαροί τε εισί και αυξανόμενοι, ούτω και τούτο το πάθος»[93].
  • «Αθήρωμα», ονομάσθηκε διότι μοιάζει με την αθάρη, δηλ. το χυλό χοντροκομμένου σιταριού: «το μεν αθέρωμα εστιν όγκος ομόχρους, ανώδυνος, εν χιτώνι νευρώδει περιέχων αργού υγρού συλλογήν, εοικότος τη λεγομένη αθάρη τη εξ αλεύρου εψουμένη σκευαζομένη»[94].
  • «Κυνάγχη», ονομάσθηκε η πάθηση στην οποία γλώσσα εξέρχεται από το στόμα, όπως στα σκυλιά, τους κύνες: «τόδε καλέσται, ήτοι τω ξυνεχέϊ πάθει τώνδε των ζώων, ή τω ξενήθεϊ της προβολής της γλώσσης και εν υγείη»[95].
  • «Ναυτία», ορίσθηκε η αρρώστια του πλοίου, που το όνομα είναι ναύς[96]. «Αλωπεκίαι», ονομάσθηκαν οι δερματοπάθειες διότι παρατηρήθηκαν στις αλεπούδες: «οτί συνεχώς γίγνονται ταις αλώπεξιν»[97].
  • «Κηρίον», ονομάσθηκε η δερματοπάθεια αυτή από το εξερχόμενο υγρό που ομοιάζει με το μέλι του Υμμητού: «έτερον πάθος του δέρματος ό καλούσι κηρίον, επειδή τα κατατρήσεις έχει μείζονας, υγρότητά τε περιεχούσας υμηττίω μέλιτι παραπλησίαν»[98].
  • «Πιτυρίασις», διότι στην πάθηση αυτή τα αποπιπτώμενα λέπια από το κεφάλι ομοιάζουν με τα πίτουρα: «πιτύροις όμοια από του της κεφαλής δέρματος αποπίπτει πολλάκις ενίοις ηνωμένοις και δια τούτο πιτυρίασιν ονομάζουσιν οι ιατροί το σύμπτωμα τούτο»[99].
  • «Τέρμινθος», «τέρμινθοι δε εισιν υπεροχαί επί του χρωτός συνιστάμεναι, στρογγύλαι, μελανόχλωροι, εοικυίαι τερμίνθου καρπού» και «οι τω του τερμίνθου καρπώ παραπλήσιοι, κατά το δέρμα συνιστάμενοι παρά φύσιν όγκοι»[100]. «Τάχα δε τέρμινθος εκλήθη δια το ποικίλον της χροιάς, ότι και ο καρπός της τερμίνθου ποικίλος, είγε η μεν φλύκταινα μέλαινα, το δε τω αποσύρματι εοικός ανευρεθέν, και το πύον ησυχή λευκόν»[101].
  • «Διαβήτης»[102], από το ρήμα διαβαίνω «..ονομάσθηκε η πάθηση, επειδή μοιάζει με διαβήτη, καθότι τα υγρά δεν παραμένουν στο σώμα, παρά χρησιμοποιούν το ανθρώπινο σώμα ως διαβήτη (σκάλα) μέσω της οποίας εξέρχονται»[103].
  • «Φίμωσις», ονομάσθηκε διότι «φίμος εστιν η των πόρων φυσικών κατάκλεισις»[104].
  • «Κήλη», κάθε όγκος ονομάζονταν κήλη και εξ αυτού ανάλογα με το περιεχόμενο δόθηκε το όνομα: «Πας όγκος εν οσχέω κήλη λέγεται, Υδροκήλη, εντεροκήλη, κιρσοκήλη, επιπλοκήλη, εντεροεπιπλοκήλη»[105].
  • «Βρογχοκήλη» ονομάζεται «όγκος παρά τω βρόγχω»[106]. Ομοίως στον Αέτιο σημειώνεται «ο περί τον βρόγχον γινόμενος όγκος βρογχοκήλη ωνόμασται. Πας γαρ όγκος παρά τοις αρχαίοις κήλη ωνόμασται»[107].
  • «Χολέρα», ως χολάδες ονόμαζαν τα έντερα και εξ αυτού ονομάσθηκε η πάθηση σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Τραλλιανό, στο Περί χολέρας Βιβλίον: «μη υποβάλη δε τις χολέραν καλείσθαι το πάθος, ότι υπό χολής είωθε γίνεσθαι πάντως, αλλ΄ επειδή δια των εντέρων εθεώρουν εκκρινομένην την δια γαστρός προσφερομένην ύλην, τα δε έντερα χολάδας οι παλαιοί , ως φησί και Ομηρος «κέχυντο χαμαί χολάδες», τούτου χάριν και το πάθος χολέραν εκάλεσαν…»[108].
  • «Καρκίνος», η κακοήθης πάθηση των μαστών, στους οποίους οι φλέβες ήταν διογκωμένες που έμοιαζαν με τα πόδια του καρκίνου, (=καβουριού), έδωσαν το όνομα καρκίνος και κατ’ επέκταση και σε όλες τις κακοήθειες, «επί των τιτθών [μαστών] είδομεν πολλάκις ακριβώς όγκον όμοιον καρκίνω ζώω. Καθάπερ γάρ επ’ τούδε του πάθους αι φλέβες αποτεταμέναι του παρά φύσιν όγκου το σχήμα καρκίνω παραπλήσιον εργάζονται»[109].
  • «Υδατίς κύστις», «επιτηδειότατον εστι το ήπαρ υδατίδας γεννήσαι κατά τον έξωθεν αυτώ παρακείμενον υμένα…. εάν ουν ποτέ συμβή ραγήναι τας υδατίδας, εκχείται δηλονότι το ύδωρ εις την κατ’ επιγάστριον περιτοναίου χώρα»[110].
  • «Παθογνωμονικά συμπτώματα», σύμφωνα με τον Γαληνό «ταύθ’ ηγείσθαι χρή γνωρίσματα βέβαια των νοσημάτων υπάρχειν»[111].
  • «Συνδρομή», όρος για το άθροισμα των συμπτωμάτων, «το γαρ προειρημένον άθροισμα των συμπτωμάτων επί του πυρέττοντος, ό συνδρομήν καλείν»[112].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Με τα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα γίνεται φανερό ότι οι αρχαίοι ιατρικοί όροι ανταποκρίνονταν στο σημαινόμενο και όπως χαρακτηριστικά ο Γαληνός παρατηρεί με τους ιατρικούς όρους «οι παλαιοί… εχρώντο του δηλώσαι το νοούμενον ένεκα»[113]. Οι αρχαίοι ιατρικοί όροι, οι οποίοι καθιερώθηκαν από τους συγγραφείς των ιατρικών θεμάτων κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και μετά την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, το 1837, αποτέλεσαν τη βάση για την σημερινή ελληνική ιατρική ορολογία, και γενικότερα για την διεθνή ιατρική ορολογία.

Γιατί αποκαλούμε σπαθιά τα τραπουλόχαρτα με τα τριφύλλια;

Καθ΄όλο το Δεκέμβριο, και όχι μόνο, αναστενάζει ολόκληρη η Ελλάδα πάνω από την τράπουλα. Το εύκολο κέρδος, η φυγοπονία, η εξάρτηση ήταν πάντοτε κοινωνικά και ηθικά κολάσιμες πράξεις στην κοινωνία των Ελλήνων (αλλά και των υπολoίπων Ευρωπαίων). Τα παιχνίδια αλλά και αυτά ακόμα τα τραπουλόχαρτα μας ήρθαν, αρχικά, από την Ιταλία, μέσω του ελληνισμού της διασποράς ή μέσω των ενετοκρατούμενων εφτανήσων. Η τράπουλα (απο την ιταλ. λέξη trappola : παγίδα) που γνωρίζουμε εμείς είναι γαλλικής προέλευσης και ενθουσίασε τους Ελληνες μετά το 1900 (κυρίως λόγω των παιχνιδιών που σχετίζονται με το πόκερ). Πριν το 1900 στα ελληνικά καφενεία έπαιζαν με τα ναπολιτάνικα ή βενετσιάνικα τραπουλόχαρτα. Πρόκειται για 40 τραπουλόχαρτα, τεσσάρων σχημάτων, που χρησιμοποιoύνται ακόμα στη γειτονική Ιταλία. Η ναπολιτάνικη τράπουλα είναι δυσδιάκριτη, γιατί περιέχει σχήματα και όχι αριθμούς. Γι αυτό και στην Eλλάδα αντικαταστάθηκε πολύ γρήγορα από τη γαλλική τράπουλα. Όλοι, όμως, εν αγνοία μας μνημονεύουμε ακόμα τη ναπολιτανική τράπουλα. Αναλογιστήκατε ποτέ γιατί αποκαλούμε σπαθιά τα τραπουλόχαρτα με τα τριφύλλια ή γιατί ονομάζουμε κούπες τις καρδούλες.
Η απάντηση βρίσκεται στα
ναπολιτανικα τραπουλόχαρτα.

ναπολιτανικα τραπουλόχαρτα. Τα τέσσερα σχήματα αυτών των τραπουλόχαρτων είναι: picche (: μπαστούνια), spade (: σπαθιά), coppa (: κούπα-κύπελλο), denari (εδώ κρατήσαμε το γαλλικό carreau-καρό). Οι Έλληνες αντικατέστησαν εύκολα τα τραπουλόχαρτα αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει την ορολογία που απέδωσαν στην πρώτη τράπουλα που γνώρισαν. Σε πείσμα όλων όσων πιστεύουν στην υπεραπλούστευση και την απλοποίηση της γλώσσας συνεχίζουν να βλέπουν καρδούλες και να τις λένε κούπες ή τριφύλλια και να τα αποκαλούν σπαθιά.

Πότε καθιερώθηκε η προ και μετά Χριστόν χρονολόγηση;


Ερώτηση : Ποιο έτος γεννήθηκε, κάποιος που πρωτοείδε το φως, πριν 2000 χρόνια;
Απάντηση: Μα, φυσικά, το 759 Και αυτό γιατί μέχρι το 527μ.Χ. η χρονολογική αρίθμηση (στη Ρωμαική Αυτοκρατορία) δεν άρχιζε από τη γέννηση του Χριστού, αλλά από την ίδρυση της Ρώμης (753 a.u. c. anno urbis conditae , μτφ: από την ίδρυση της Ρώμης). Το 527 μ. Χ. ένας μοναχός από τη Σκυθία, που ζούσε στη Ρώμη, ο Διονύσιος ο Μικρός (Dionysius Exiguus), υπολογίζει για πρώτη φορά το χρόνο της γέννησης του Χριστού και προσδιορίζει το 753 a.u.c. Ο Διονύσιος αποφασίζει να ορίσει το έτος της γέννησης του Χριστού ως έτος 1μ.Χ. Απ΄ εδώ και πέρα όλες οι χρονολογίες, πριν και μετά τη γέννηση του Χριστού, είναι αποτέλεσμα της (αυθαίρετης) καταμέτρησης που έκανε ο Διονύσιος. ‘Ομως, ο υπολογισμός που έκανε ο Διονύσιος για τη γέννηση του Χριστού, αποδείχτηκε λανθασμένος. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι ο Ηρώδης (στη διάρκεια της βασιλείας του γεννήθηκε ο Χριστός), πέθανε το 4π.Χ. Οι Ιστορικοί και οι Αστρονόμοι υπολογίζουν ότι ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα στο 7 – 4 π.Χ. (αν ακολουθήσουμε το ισχύον ημερολόγιο) Στους υπολογισμούς του Διονυσίου δεν υπάρχει, επίσης, το έτος 0, γιατί απλούστατα ο αριθμός 0 ήταν άγνωστος στο Διονύσιο. Η Δυτική Ευρώπη θα γνωρίσει το μηδέν αρκετούς αιώνες αργότερα (ΧΙΙΙ αιων., κυρίως, μέσω του Fibonacci). Οι απόψεις του Διονύσιου επιβλήθηκαν σε όλη τη Δ. Ευρώπη από το Κάρολο το Μέγα ή Καρλομάγνο (742 – 814) δύο αιώνες αργότερα.

Χρίστος ή Χρήστος


Χρίστος και Χρήστος: πρόκειται για δύο ομόηχες λέξεις, που, συχνά, συγχέονται . Το όνομα Χρίστος παράγεται από το χριστός (< κεχρισμένος < ο φέρων το χρίσμα < αρχ. ελλ. ρήμα: χρίω). Χρησιμοποιήθηκε ως επιθετικός προσδιορισμός της λέξης Ιησούς (Ιησούς Χριστός). Άρχικά, η λέξη “χριστός” προσδιόριζε οτιδήποτε έχει επαλειφθεί με μύρο ή αλοιφή και χρησιμοποιήθηκε για να μεταφραστεί η εβραϊκή λέξη masiha< Μεσσίας (: μτφ χριστός, ο αλειμμένος με ειδικό έλαιο, που προέβλεπε ο εβραϊκός νόμος για τους ιερείς). Έτσι η ελληνοεβραϊκή φράση Ιησούς Χριστός δηλώνει τον κεχρισμένο από το Θεό, τον Σωτήρα (πβ. Ιωάνν. 1,41: ευρήκαμεντον Μεσσίαν, ό εστίν ερμηνευόμενον τον Χριστόν). Η λ. Ιησούς προέρχεται από την εβραϊκή Yesuah και είναι συντετμημένη μορφή του Yehosuah (μτφ: ο Γιαχβέ είναι σωτηρία). Το όνομα Χρίστος είναι η φυσική κατάληξη της λ. Χριστός (με αναβιβασμό τόνου)
Η ελληνική λέξη Χριστός (: αλειμμένος) είναι η πιο δημοφιλής λέξη στον πλανήτη, επειδή ονομάστηκε έτσι ο ιδρυτής της Χριστιανικής θρησκείας (< Cristo, Christ, Crist, Христос, Kristu…)
Η γραφή Χρήστος παράγεται από το ρήμα “χρή” και προσδιορίζει αυτόν που ζει με τους πρέποντες κανόνες, τον ηθικό (π.χ. “τα χρηστά ήθη”).

Το χριστουγεννιάτικο δένδρο (Ιστορία)



Το χριστουγεννιάτικο δένδρο καθιερώθηκε τον 8ο αιώνα από τον Άγιο Βονιφάτιο (672- 754), ο οποίος διαδίδοντας τον Χριστιανισμό στους Γερμανούς, έπρεπε να αντικαταστήσει τις δοξασίες των γηγενών πληθυσμών. Συγκεκριμένα, οι αρχαίοι Γερμανοί λάτρευαν τον ιερό δρυ (: βελανιδιά) και ο Βονιφάτιος τους τον αντικατέστησε με το χριστουγεννιάτικο έλατο. Πολλούς αιώνες αργότερα (το 1539) ο Μαρτίνος Λούθηρος θα κρεμάσει πάνω στο έλατο φαγώσιμα ή είδη ρουχισμού. Αυτά τα χρήσιμα δώρα θα αντικατασταθούν, αργότερα, με τα σημερινά άχρηστα στολίδια (μπάλες, λαμπάκια κ.α)

Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δένδρο στην Ελλάδα στολίστηκε το 1833 στο Ναύπλιο, έξω από το σπίτι του Όθωνα. Στη συνέχεια, όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, η οικία  του Όθωνα (ακόμα δεν υπήρχαν ανάκτορα) ήταν το μοναδικό στολισμένο σπίτι στην Αθήνα. Εμπρός στο σπίτι του βασιλιά, λοιπόν, έκαναν ουρά οι Αθηναίοι για να  θαυμάσουν το πρωτόγνωρο δέντρο. Το στολισμένο καραβάκι δεν το γνώριζαν στην Αθήνα παρά μόνο σε ορισμένα νησιά. Συνεπώς, το χριστουγεννιάτικο έλατο ήταν μία νέα μόδα και δεν περιόρισε κάποια προϋπάρχουσα συνήθεια των Αθηναίων (και των περισσοτέρων Ελλήνων). Τώρα, γιατί πρέπει να το στολίζουμε, το δέντρο και τη φάτνη,  με ψεύτικο χιόνι αυτό δεν έχει να κάνει με τη Βηθλεέμ, αλλά με τη Γερμανική προέλευση του εθίμου.
Πάντως και στην Εσπερία το έθιμο με το στόλισμα του δέντρο διαδόθηκε την ίδια, περίπου, εποχή. O Λευκός Oίκος απέκτησε το πρώτο του στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο το 1856, επί προεδρίας Φράνκλιν Πιρς, ενώ το παλάτι του Oυίδσορ στόλισε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο το 1834. Tο έφερε στο παλάτι ο Πρίγκιπας Aλβέρτος, σύζυγος της Bασίλισσας Bικτόριας για χάρη της βασιλικής οικογένειας.

Γιατί γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου;



Σήμερα, θεωρούμε δεδομένο και αυτονόητο ότι ο Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, όμως,  τα γενέθλια του Χριστού ήταν θέμα ατελείωτων συζητήσεων. Το ότι ο Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε, τελικά,   το 336 μ.Χ και ο λόγος ήταν ότι έπρεπε να αντικατασταθεί μια σημαντική γιορτή των Ελλήνων και των Λατίνων. Οι πιστοί της προηγούμενης θρησκείας, γιόρταζαν τις ημέρες εκείνες τη μεγάλη γιορτή της γέννησης του Ήλιου (Dies Solis Invectis Natalis). Κατά την αστρονομία, επίσης,  23 – 25 Δεκεμβρίου είναι οι μέρες του χειμερινού ηλιοστάσιου. Μέχρι τον 7ο – 8ο  αιων. δεν έβρισκαν ησυχία με τέτοια ζητήματα, για παράδειγμα:  ο Επιφάνιος (315 -  403) είχε προτείνει την 6η  Ιανουαρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού, ενώ ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ο σημαντικότερος θεολόγος του β΄αιων.) είχε προτείνει τη 18η  Νοεμβρίου. Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια είναι ότι πρώτα προσδιορίστηκε η ημερομηνία της γέννησης του Χριστού (25 Δεκεμβρίου) και στη συνέχεια ορίστηκε η ημερομηνία της γιορτής της σύλληψης του Θεανθρώπου, ακριβώς εννέα μήνες νωρίτερα (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 25 Μαρτίου).
Όταν ο χριστιανισμός θα διαδοθεί στους βόρειους λαούς της Ευρώπης, τότε, θα εμπλουτιστεί με νέα ήθη και έθιμα, όπως, για παράδειγμα το χριστουγεννιάτικο έλατο.