Η Τσικνοπέμπτη είναι ένα από τα πιο… λαχταριστά έθιμα των Ελλήνων.
Η
Τσικνοπέμπτη βρίσκεται στο μέσο των 3 εβδομάδων του εορτασμού του
καρναβαλιού. Πρόκειται για τη Πέμπτη της 2ης εβδομάδας, της Κρεατινής.
Γιορτάζεται
την Πέμπτη που είναι 11 ημέρες πριν την Καθαρά ∆ευτέρα. Είναι ημέρα
χαράς αλλά και προετοιμασίας για τους Ελληνορθόδοξους χριστιανούς, καθώς
η σαρανταήμερη περίοδος της Σαρακοστής πριν το Πάσχα πλησιάζει. Την
μέρα αυτή επιβάλλεται από το έθιμο το ψήσιμο κρέατος στα κάρβουνα.
Πώς, όμως, καθιερώθηκε το έθιμο και γιατί προτιμήθηκε η Πέμπτη και όχι μία άλλη ημέρα;
Στην κυριολεξία παίρνουν φωτιά οι σούβλες και τα πιρούνια, αφού…
επιβάλλεται η κατανάλωση κρέατος, κατά προτίμηση ψητού στα κάρβουνα.
Η απάντηση έρχεται από τις… ανάγκες του οργανισμού σε συνδυασμό με τις χριστιανικές παραδόσεις.
Η Τσικνοπέμπτη στην ουσία είναι προετοιμασία για τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Οι επτά εβδομάδες νηστείας και κυρίως αποχής από το κρέας ήταν επώδυνες
ακόμα και τα παλιά χρόνια, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν την δυνατότητα να
καταναλώσουν κρέας τόσο συχνά, όσο σήμερα.
Ετσι, λοιπόν, η ίδια η
παράδοση επέβαλε μία ημέρα κατά την οποία οι πιστοί θα πρέπει να το
ρίξουν κι επισήμως έξω, να… αποθηκεύσουν λίπος στον οργανισμό τους, για
να αισθανθούν όσο λιγότερους πειρασμούς κατά τη διάρκειας της
Σαρακοστής.
Η επιλογή της συγκεκριμένης Πέμπτης ως ημέρας «χαλάρωσης» της αυστηρής χριστιανικής διατροφής έγινε παραδοσιακά.
Ως γνωστόν οι τρεις εβδομάδες της Αποκριάς ονομάζονται Προφωνή, Κρεατινή και Τυροφάγος.
Η Τσικνοπέμπτη είναι μέρος της παράδοσης της δεύτερης εβδομάδας, στην οποία καταναλώνεται όλο το αποθηκευμένο κρέας (κατά παράδοση, επίσης, το κυριακάτικο γεύμα της Κρεατινής είναι αρνάκι στο φούρνο).
Το ψητό κρέας, όμως, δεν είναι τόσο οικογενειακό φαγητό, αλλά συνδέεται
με το γλέντι. Ετσι, λοιπόν, επιλέχθηκε η μοναδική ημέρα που
«επιτρέπεται»,
ανάμεσα στις αυστηρές νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής.
Οσο για το όνομα της ημέρας, δεν χρειάζεται πολλή ανάλυση:
Η μεθυστική τσίκνα που προκύπτει από το ψητό κρέας δελεάζει και τον καθένα…
Η ημέρα της Τσικνοπέμπτης
μπορεί να μην γιορτάζεται αλλού στον κόσμο παρά μόνο στην ελληνορθόδοξη παράδοση,
όμως παρόμοιες ημέρες κατανάλωσης κρέατος σαν… προετοιμασία πριν από
μεγάλες θρησκευτικές νηστείες υπάρχουν και σε άλλες χώρες.
Η πιο γνωστή είναι η γαλλική Mardi Gras (η ακριβής μετάφραση είναι…
Λιπαρή Τρίτη), η οποία συνδέεται λόγω ημερομηνίας περισσότερο με την
Καθαρά Δευτέρα, όμως στην ουσία περιλαμβάνει κατανάλωση κρέατος. Ανάλογη
είναι και η γιορτή Weiberfastnacht στη Γερμανία.
Το παστό της Τσικνοπέμπτης
Τσικνοπέφτη ήταν
η μέρα που ετοίμαζαν το "παστό". Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό,
ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια.
Αυτή ήταν η "γουρναλοιφή". Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα).
Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά.
Στον πάτο του λεβετιού (καζανιού) έμεναν οι τσιγαρίδες που νοστιμίζαν τα φαγητά
(με χόρτα, αυγά, όσπρια).
Σε λεβέτι έβραζαν
το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν
τα μπαχαρικά για νοστιμάδα κα τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την
καπνιά. Πρόσεχαν μη τσικνιστούν γιατί θα χάλαγε όλο το παστό.
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σελαγήνες (δοχεία
πήλινα), και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες. Ήταν
το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ'αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ονομαστό φαγητό από παστό ήταν οι καγιανάδες, οι αλιμοκαγιανάδες με κρεμύδι κι αυγά.
Διαδικασία εβδομάδας γιορταστική, με λιχουδιές λογιών - λογιών, κρασί, τραγούδι.
Κι έχει ο Θεός, αφού
έδωσε για να έχει κι ο Χριστιανός για όλη τη χρονιά, όλα τα καλά. Και
γουρναλοιφή, και τσιγαρίδες και λουκάνικα, και παστό και πυτιά, και
γουρνοσάπουνο, και γουρνοτσάρουχα, αλλά και την καπνοσακούλα από τη
φούσκα. Για τούτο πρέπουν τις μέρες αυτές γιορτάσια και χαρές. Και
μεγάλη νάναι η χάρη Του.
Στη υγειά μας, με καράτζαφλο, με συκώτι, με ψιλό κρεμύδι, με οματιές, κρασί και πειράγματα.
Η
μάνα Γη μας τρέφει καλά, καιρός χαράς, καιρός να ξεχαστούμε, τώρα, κι
αυτή την εβδομάδα, την εβδομάδα της «απολυτής», της «προφωνήσιμης» ή
«προφωνής».